φιλίτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδιτίῳ — φιλίτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδίτιον — φιλίτιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιτίου — φιλίτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιτίῳ — φιλίτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδίτιον — και φειδίτιον και φειδίτειον, τὸ, Α 1. (στην Σπάρτη) συσσίτιο, αλλ. φιλίτιον* 2. αίθουσα στην οποία γευμάτιζαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιδίτης με διατήρηση τού τ στη Δωρική χωρίς συριστικοποίηση προ τού ι (πρβλ. δημότης: δημόσιος). Κατ άλλη άποψη, ωστόσο … Dictionary of Greek
φειδιτίοις — φειδίτια neut dat pl φιλίτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φειδίτια — neut nom/voc/acc pl φιλίτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδιτίοις — φιδίτια neut dat pl φιδῑτίοις , φιδίτιον common mess neut dat pl φιλίτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδιτίου — φιδῑτίου , φιδίτιον common mess neut gen sg φιλίτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)